- Λαοδίκεια
- I
(Λαοδίκεια η επί Λύκω). Αρχαία πόλη της Φρυγίας. Η θέση της ήταν σε απόσταση 9 χλμ. από το σημερινό Ντενιζλί στα όρια της Καρίας και της Λυκίας. Ιδρύθηκε από τον Αντίοχο B’ πριν από το 240 π.Χ. στη θέση της Διόσπολης. Μετά τον Μιθριδατικό πόλεμο, κατά τον οποίο υπέστη μεγάλες καταστροφές, οι Ρωμαίοι την κήρυξαν ελεύθερη. Ο Διοκλητιανός την έκανε πρωτεύουσα της Πακατιανής Φρυγίας και συγκροτήθηκε σύνοδος εκεί μεταξύ 343 και 381 μ.Χ. Στη βυζαντινή εποχή οχυρώθηκε, επειδή ήταν εκτεθειμένη στις μουσουλμανικές επιδρομές· συχνά αναφέρεται στους πολέμους εναντίον των Τούρκων, που την κατέλαβαν τον 12o αι. Το 1402 μια επιδρομή των Μογγόλων την κατέστρεψε ολοκληρωτικά. Η Λ. είναι μία από τις επτά πόλεις προς τις οποίες απευθύνεται η Αποκάλυψις του Ιωάννη. Τα κυριότερα μνημεία που σώζονται από τη Λ. είναι το στάδιο (1ος αι. μ.Χ.), δύο θέατρα, ένα υδραγωγείο και γυμναστήρια.II(Λαοδίκεια επί θαλάσση, αραβ. Λατάκια). Πόλη (311.784 κάτ. το 1994) της βορειοδυτικής Συρίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Η ανάπτυξη της σύγχρονης Λ., που αποτελεί σημαντικό λιμάνι της Μεσογείου, άρχισε μετά το 1950. Αποτελείται από ένα σύγχρονο πολεοδομικό πυρήνα με ευρύχωρους δρόμους, που εκτείνεται παραλιακά, και από μια παλιά συνοικία, Α της σύγχρονης, με στενούς και δαιδαλώδεις δρόμους. Δραστήριο κέντρο συγκομιδής και εξαγωγής των γεωργικών και πετρελαϊκών προϊόντων της γύρω περιοχής, η Λ. είναι επίσης σπουδαίο βιομηχανικό κέντρο. Το λιμάνι της παρουσιάζει μεγάλη διεθνή κίνηση, ενώ διαθέτει και αεροδρόμιο. Μια αψίδα με τέσσερις όψεις, αφιερωμένη στον Σεπτίμιο Σεβήρο ή στον Λεύκιο Bήρο, και ερείπια από οχυρωματικά τείχη του υδραγωγείου του Ηρώδη του Μεγάλου και από τάφους είναι οι λίγες μαρτυρίες που διασώζονται από το ιστορικό-καλλιτεχνικό παρελθόν της πόλης.Ιστορία. Στη θέση της σημερινής πόλης βρισκόταν κατά την ελληνιστική εποχή, πάνω σε ένα κέντρο που υπήρχε ήδη εκεί (η φοινικική Pαμίθα), η παραλιακή Λ., ως λιμάνι της Απάμειας. Γνώρισε μεγάλη ακμή από τον 2ο αι. π.Χ. και μαζί με την Απάμεια, τη Σελεύκεια και την Αντιόχεια σχημάτισε τετράπολη. Κηρύχθηκε αυτόνομη το 96 π.Χ. κατά τη διάρκεια των τελευταίων αγώνων των Σελευκιδών. Εντάχθηκε από τον Πομπήιο στη ρωμαϊκή επαρχία και έγινε μητρόπολη της Θεοδωριάδος υπό τον Ιουστινιανό. Άκμασε αρκετά τον 3o και τον 4o αι. μ.Χ., οπότε ήταν έδρα επισκόπου. Κατακτήθηκε από τους Άραβες γύρω στο 638 και αργότερα έγινε αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των νέων κατακτητών της και των βυζαντινών. Το 1098 την κυρίευσε ο Βοημούνδος, ηγεμόνας της Αντιοχείας. Σπουδαίο κέντρο στη διάρκεια των Σταυροφοριών, παρέμεινε στα χέρια των Λατίνων από το 1102 έως το 1188. Τέλος, περιέπεσε σε παρακμή μετά την υποταγή της στον σουλτάνο της Αιγύπτου (1287). Στη διάρκεια των επόμενων αιώνων καταστράφηκε επανειλημμένα από σεισμούς. Μεταξύ του Α’ και του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, η διοίκηση της πόλης ανήκε στους Γάλλους. Το 1942 η Λ. προσαρτήθηκε στη Συρία.
Dictionary of Greek. 2013.